παροινῶ

παροινῶ
παροινέω
behave ill at wine
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παροινέω
behave ill at wine
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
παροινέω
behave ill at wine
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παροινέω
behave ill at wine
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παροινώ — έω ΜΑ [πάροινος] φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.) αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς… …   Dictionary of Greek

  • παιπαλώσσω — (ΑΜ) [παιπάλη] (κατά τον Θεόγνωστ.) «τὸ παίζω καὶ τὸ παροινῶ» …   Dictionary of Greek

  • παροίνημα — τὸ, Α [παροινώ] άτομο που κακοποιήθηκε από μεθυσμένο …   Dictionary of Greek

  • παροίνησις — ήσεως, ἡ, Μ [παροινώ] παροινία* …   Dictionary of Greek

  • παροινιάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «παροινιάσαι ὑβρίσαι, λοιδορῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παροινῶ, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • προσπαροινώ — έω, Α προσβάλλω κάποιον για μια ακόμη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παροινῶ «υβρίζω, προσβάλλω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”